Ο θυρεοειδής αδένας έχει σχήμα «πεταλούδας» και βρίσκεται στο κάτω τμήμα του τραχήλου, κάτω από το λεγόμενο «μήλο του Αδάμ». Αποτελείται από δύο λοβούς οι οποίοι ενώνονται στη μέση γραμμή (ισθμός του θυρεοειδούς). Η περιοχή του ισθμού βρίσκεται μπροστά από το δεύτερο και τρίτο κρικοειδή χόνδρο της τραχείας, στο ύψος του 5ου, 6ου και 7ου αυχενικού σπονδύλου. Οι δύο λοβοί του αδένα είναι σχεδόν πάντα ασύμμετροι, με τον δεξιό να είναι συνήθως μεγαλύτερος, ενώ ο θυρεοειδής στις γυναίκες είναι συχνότερα μεγαλύτερος από ότι στους άνδρες. Το βάρος του κυμαίνεται από 20 εως 25 gr, αλλά είναι μικρότερος σε περιοχές που παρατηρούνται χαμηλά επίπεδα ιωδίου.

Ανατομία

Ο θυρεοειδής αδένας έχει πλούσια αγγείωση και περιβάλλεται από ινώδη κάψα, η οποία δημιουργεί διαφραγμάτια εντός του αδένα (σχηματίζοντας τα λοβία) και τον καθηλώνει στον λάρυγγα και την τραχεία. Στην πρόσθια επιφάνεια του κάθε λοβού παρατηρούμε τον στερνοϋοειδή, τον στερνοθυρεοϋδή και τον στερνοκλειδομαστοειδή μύ εκατέρωθεν. Στην οπίσθια επιφάνεια του αδένα εντοπίζονται οι παραθυρεοειδείς, και έρχεται σε σχέση με την τραχεία, τα παλίνδρομα λαρυγγικά νεύρα εκατέρωθεν , ενώ γειτνιάζει με τα αγγειονευρώδη δεμάτια (ΑΡ και ΔΕ κοινή καρωτίδα, έσω σφαγίτιδα φλέβα και πνευμονογαστρικό νεύρο αντίστοιχα). Αρκετά συχνά υπάρχει και ένας πυραμοειδής λοβός, ο οποίος βρίσκεται στον άνω πόλο του ισθμού και ενδέχεται να συνδέτεαι με δεσμίδα συνδετικού ιστού με το υοειδές οστό.
Ο ρυθμός αιμάτωσης του θυρεοειδούς υπολογίζεται στα 5ml/ gr ιστού. Η παροχή αυτή είναι διπλάσια από του νεφρούς.
Η αιμάτωση του θυρεοειδούς γίνεται με τις δύο άνω και δύο κάτω θυρεοειδικές αρτηρίες, ενώ ενδέχεται να συμμετέχει και η μονοφυής κατώτερη η μέση θυρεοειδική αρτηρία του Neubauer (καθ'υπερβολήν στο 10% των ασθενών).
Η φλεβική παροχέτευση επιτυγχάνεται με τις άνω, μέσες και κάτω θυρεοειδικές φλέβες.

Λειτουργίες

Ο θυρεοειδής αδένας αποτελεί μέλος ενός συστήματος ενδοκρινών εκκρίσεων που επηρεάζουν όλες τις ζωτικές λειτουργίες του οργανισμού. Υπό τον έλεγχο του κεντρικού νευρικού συστήματος εκκρίνει θυροξίνη (Τ4) και τριιωδοθυρονίνη (Τ3) από τα επιθηλιακά κύτταρα και καλσιτονίση από τα παραθυλακιώδη κύτταρα. Ο θυρεοειδής παράγει τις θυρεοειδικές ορμόνες χρησιμοποιώντας ιώδιο που προσλαμβάνεται από τις τροφές και απορροφάται από το έντερο. Η μέση ημερήσια  πρόσληψη είναι 100-150μgr, ενώ ο θυρεοειδής χρησιμοποιεί κατά μέσο όρο 80μgr ιωδίου για την παραγωγή της θυροξίνης Τ4 και της τριϊωδοθυρονίνης Τ3. Περίπου το 20% της Τ3 που κυκλοφορεί στο αίμα συντίθεται στον θυρεοειδή, ενώ το υπόλοιπο 80% προέρχεται από την αφαίρεση ιωδίου (αποϊωδίωση) από την Τ4 σε περιφερικούς ιστούς (ηπατικά κύτταρα).
Η επίδραση των θυρεοειδικών ορμονών στον οργανισμό περιλαμβάνει: αύξηση του ρυθμού του μεταβολισμού, αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος, αύξηση της καρδιακής συχνότητας, περιφερική αγγειοδιαστολή, αύξηση της αναπνευστικής ικανότητας, αύξηση στην ικανότητα αναδόμησης των οστών (μέσω της επίδρασης της καλσιτονίνης στους οστεοκλάστες) και δράσεις επί του δέρματος και των μαλακών ιστών. Η δράση των θυρεοειδικών ορμονών επί του κεντρικού νευρικού συστήματος πιστεύεται ότι οφείλεται στην ενίσχυση της δραστικότητας κατεχολαμίνης, ενώ είναι απαραίτητες για την φυσιολογική ψυχική ανάπτυξη.